IOANNINA FOR EVER !!!!!!!!!

alekos000@gmail.com

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ''Ο ΓΑΜΟΣ''

Η ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ


Την Κυριακή το πρωί όλα είναι έτοιμα για το γάμο. Καταφθάνουν οι συγγενείς με τα κανίσκια, αυτά είναι: μια μπογάτσα με διάφορα κεντίδια επάνω και πασπαλισμένη με μέλη και ζάχαρη, ένα ποδάρι κρέας και μια πλόσκα κρασί. Οι πιο πλησιέστεροι συγγενείς πήγαιναν συνήθως ολό­κληρο αρνί βαμμένο στο κεφάλι με κόκκινο χρώμα και στολισμένο με κορδέλες.

Σε λίγο αρχίζει το στόλισμα της νύφης σε ειδικό δωμάτιο. Γιατί, μαζεύ­ονταν όλες οι συγγένισσες και φιλενάδες της νύφης. Μια απ' αυτές, η πιο ειδική που λέγονταν στολίστρα, στόλιζε τη νύφη κι αυτή είχε το γενικό πρόσταγμα, ενώ οι άλλες βοηθούσαν τραγουδώντας.

Κατά το διάστημα του στολίσματος έρχονταν και τα δώρα του γαμπρού. Ανάμεσα σ' αυτά ήταν: σταυρός με αλυσίδα, μαντήλι γαρούφαλα κι ένα ζευγάρι τσαρούχια τελατινένια, αργότερα δε στα παιδικά μου χρόνια παπούτσια.

Τα παπούτσια της νύφης τα έβαζε ένα αγόρι που είχε τους γονείς του και το φίλευαν με σύκα, συκομαΐδες, καρύδια κ.λπ.. Κατά το στόλισμα της νύφης, έβαζαν στην τσέπη της ή στη ζώνη μαυρομάνικο σουγιά «για να μη την πιαν τα μάγια».

Πριν φύγει το ψίκι από το σπίτι της νύφης, έπαιρναν και την προίκα της που τη φόρταναν σε άλογο ή μουλάρι κι απάνα) στα μεσοσάμαρα ένα αγόρι με μάνα και πατέρα «για να ζήσουν τα νιόπαντρα και να προκόψουν με παιδιά».

Οταν τα προικιά έφταναν στο σπίτι του γαμπρού, κατέβαζαν το παιδί και το φίλευαν με καλούδια (ζαχαρικά, σύκα, καρύδια). Έπειτα ξεφόρτοναν την προίκα και έκαμαν «γίκο» που τον καμάροναν οι συγγενείς του γαμπρού.

Σβέλτοι νέοι , ζωσμένοι ειδικές παρδαλές ποδιές, τους «φτάδες», περέτευαν. Λίγο κατόπι νέοι από το γαμπρό επήγαιναν με τα «βιολιά» κι ζαψναν τον κουμπάρο, νουνό, κατά κανόνα, του γαμπρού, πώφερνε μαζί μεγάλο δίσκο (νταμπάκ) -τον κράταγε η κουμπάρα- τα απαραίτητα τη στέψη (στεφάνια, λαμπάδες, ύφασμα καλό για φόρεμα της νύφης, ζαχαρικά).

Ας σημειωθεί πως στην καρσέλα της η νύφη έβαζε και τα δώρα της για τo γαμπρό, τα πεθερικά και το συγγενολόγι το νέο, κάλτσες για τον πρώ­το, ζωνάρι για τον πεθερό, ζώνα για την πεθερά ή μαντήλι, τρουβάδες για τα σκολιαρούδια κ.α. όλα καμωμένα με τα χέρια της. Στο σαμάρι του ζώου ή τα καπούλια του έβαναν ξεκινώντας παιδί αρσενικό με μάνα και πατέρα. Μετά τη μεταφορά των προικιών στο σπίτι του γαμπρού ετοιμά­ζονταν να πάρουν και τη νύφη. Προηγούνταν πρόσκληση των συγγενών από νέους, δύο συνήθως (κράχτες), που περιέρχονταν τα σπίτια κρατού­ντας γαράφες με κρασί ή ρακί στο χέρι. Αφού τέλειωναν οι ετοιμασίες και προπαντός εκείνη του γαμπρού, ξυρίζονταν τελευταίος γι' αυτό και το λεγόμενο «στουν πάτου ξιουριζ'ν του γαμπρό» ενώ οι γυναίκες τρα­γουδούσαν.

Ξεκινούσε η γαμήλια πομπή (ψίκι που σημαίνει ακολουθία), με ειδικό ,παιζούμενο σκοπό από τους γύφτους, το «ξεκίνο» λεγόμενο ή την «ποταμιά», πού το γύριζαν κατόπι σε τραγούδια του χορού, χορευόμενα από τους νέους πάντοτε σ' όλη τη διαδρομή, αν η νύφη ήταν από το χωριό το ίδιο. Αν όχι, βγαίνοντας παρόξω σταματούσαν το χορό και καβαλούσαν σ'άλογα, οι πιο πολλοί, με κόκκινες η παρδαλές βελέντζες στα σαμάρια, ενώ οι γύφτοι έβαναν τα οργανά τους παραμάσχαλα κι ακολουθούσαν. Μπροστά - μπροστά της γαμήλιας πομπής πήγαινε το μπαϊράκι, πού το κρατούσε ανεμίζοντας το ο βλάμης, αδερφοποιητός του γαμπρού, αν είχε, στολισμένο, καθώς είπαμε. Πίσω οι γύφτοι με τους γλεντοκόπους, πιο πίσω ο γαμπρός περιστοιχισμένος από τον κουμπάρο, τον παπά, τους συγγενείς του -για να γνωρίζεται του έβαλαν στην πλάτη -πίσω μπρος-άσπρη πετσέτα (φλοκωτή), διπλωμένη στο μάκρος- και παραπίσω ο άλλος κόσμος.

Πλησιάζοντας στο σπίτι της νύφης, φίλοι του γαμπρού έφιπποι ένας ή δυο «σκιαρκιαραΐοι» (συχαρικιαραίοι) λεγόμενοι, ξεκόβονταν από την πομπή και τρέχοντας αφίππευαν μπροστά στην πόρτα, έριχναν μια ντουφέκια, σημάδι ότι το ψίκι φτάνει, έμπαιναν μέσα κι εύχονταν στους συγγενείς, που καρτερούσαν ο δε συμπέθερος τους κέρναγε μαντήλι, που τόδεναν στη χαίτη του αλόγου τους.

Ας σημειωθεί πως κατά την είσοδο του ψικιού του γαμπρού στην αυλή του σπιτιού της νύφης εγίνονταν αληθινό πανδαιμόνιο από τις φωνές, την πολυκοσμία και την ξεσυνέρια των τακιμιών των γύφτων πού έβα­ναν τα δυνατά τους ποιο να «βουλώσει» το άλλο.

Το γαμπρό υποδέχονταν στην πόρτα του σπιτιού ο πεθερός, τον φιλού­σε, τον χτυπούσε ελαφρά στο λαιμό και τον κερνούσε πετώντας κατόπι τα άδειο ποτήρι στη στέγη επάνω κι εκείνος αντιφιλώντας του το χέρι τραβούσε ίσια μέσα με την παρέα του, όπου του πρόσφεραν αυγά τη­γανητά να φάει, ενώ σε άλλο μέρος είχαν ξεσκολάσει το στολισμό της νύφης με τελευταίο το φόρεμα των παπουτσιών της δώρο τού γαμπρού

(με ένα χτένι) πού τα φορούσε ο βλάμης ή συγγενοπαίδι υπό τα γέλια και τα πειράγματα των παρισταμένων.

Μόλις έμπαιναν στην εκκλησία, ο γαμπρός στέκονταν στο κέντρο και πίσω του ο κουμπάρος. Δίπλα στο γαμπρό τοποθετούσαν την νύφη που πίσω της είχε τους γονείς της πλάι στους γονείς του γαμπρού, καθώς και τη σκουντίστρα, που σε κάθε ευχή του Παπά τη σκοντούσε να κάμει μετάνοια (κλίση της κεφαλής προς τη γη). Μόλις άρχιζε το μυστήριο και άλλαζαν τα στέφανα, η κουμπάρα άπλωνε το ύφασμα και σκέπαζε τις πλάτες του γαμπρού, της νύφης και του κουμπάρου. Την ώρα που ο παπάς διάβαζε την ευχή: «και συ νύμφη ευλογήθητι ως η Σάρα και πληθύνθητι ως η Ρεβέκκα κ.λπ.», τότε σήκωναν τον κουμπάρο τρεις φορές κι αυτός έλεγε κάθε φορά με δυνατό φωνή: «πέντε γιους και μια μηλιά» (μηλιά εννοούσαν τη θυγατέρα). Κι όταν χόρευαν το χορό το Ησαία, η κουμπάρα σκόρπιζε ρύζι και ζαχαρικά στα κεφάλια των νιογαμπρων «για να ριζώσει ο γάμος και νάναι γλυκός σαν τα ζαχαρικά».

Μετά το στεφάνωμα ξεσκέπαζαν τη νύφη κι έριχναν το μαχραμά η σόπλατα. (Η νύφη από την ώρα του στολίσματος μέχρι την ώρα τελείωνε η στέψη, ήταν σκεπασμένη με το «μαχραμά», αραχνοΰ ύφασμα).

Όταν έβγαιναν απ' την περίβολο της εκκλησίας στήνονταν χορός από τους συγγενείς του γαμπρού και της νύφης. Πάντα χόρευε ο κουμπάρος και η κουμπάρα, μετά ο γαμπρός και η νύφη κι ακολουθούσαν οι άλλοι συγγενείς μέχρι που βράδιαζε (το χρονικό αυτό διάστημα ήταν απαραί­τητο για να ετοιμαστούν τα τραπέζια, ώστε οι προσκεκλημένοι να καθί­σουν αμέσως.

Στο σπίτι του γαμπρού έβγαινε ο πεθερός κι η πεθερά κι έριχναν στα νιόγαμπρα ρύζι και σιτάρι, κρατούσαν δε κι ένα δίσκο με δύο ποτήρια, ένα γεμάτο μέλι και τ' άλλο με γάλα και τους έδιναν να πιουν, που σή­μαιναν το μεν μέλι, νάναι γλυκεία κι ευχάριστη η συζυγική ζωή, το δε γάλα λευκή κι ακατηγόρητη. Τα νιόγαμπρα φιλούσαν τα χέρια τους, τα φιλούσαν κι αυτοί και κερνούσαν τη νύφη (δώριζαν) κανένα κόσμημα χρυσό ή ασημένιο κι ύστερα κρατώντας τα από το χέρι τα έμπαζαν μέσα στο σπίτι.

Μέσα στο σπίτι τη νύφη την έβαζαν σε ιδιαίτερο δωμάτιο να καθίσει να ξεκουραστεί μαζί με τις φυλάχτρες ενώ γύρω της μαζεύονταν οι συγγένισσες του γαμπρού να την καμαρώσουν.

Κατά τις 9 -10 ώρα οι σερβιτόροι απόθεναν στα τραπέζια που τα πα­λιά χρόνια ήταν τάβλες ξύλινες άλλες στενόμακρες κι άλλες στρογγυλές με ύψος 20-25 πόντους και ήταν τοποθετημένες στη σειρά, τα φαγητά, τα ψωμιά, τα κουταλοπήρουνα, τα κρασοπότηρα και τα κανάτια με το κρασί.

Οι καλεσμένοι κάθονταν σταυροπόδι σε ψάθες απάνω απ' τις οποίες είχαν στροψένα στρωσίδια μάλλινα. Στο παπά και στους κουμπάρους έβαζαν και καμιά μαξιλάρα για να κάθονται αναπαυτικότερα.

Τα φαγητά που έφκιαναν ήταν τον μεν χειμώνα κρέας με κρομμύδια, noil το έλεγαν «γιαχνί», κρέας πρασοσέλινο, κρέας με ρύζι, το δε καλο­καίρι κρέας με φασολάκια, κρέας με μελιτζάνες ή πατάτες και ψητό.

Στην αρχή του τραπεζιού μετά τον παπά και τους κουμπάρους κάθονταν οι άντρες και παρακάτο) οι γυναίκες. Η νύφη με τις φυλάχτρες έτρωγαν ο άλλο δωμάτιο και τούτο για να φάει η νύφη και μη μείνει νηστική από την ντροπή της.

Μετά το σερβίρισμα ο παπάς «έβανε το βλογητό» κι ύστερα ο κου­μπάρος κάνοντας το σταυρό του έλεγε πρώτα στον παπά «Με την ευχή ϋ'βλοημένοι, καλή ψυχή, κι καλόν Παράδεισον». Έπειτα έλεγε στους γονείς των νιόπαντροι «καλωσηύραμεν να ζήσην τα νιόγαμπρα, ν' (αιπρίσν, να γιράσν, μι πιδιά κι δίγγονα και στουν υπολοίπν να δωκ' ο θεός». Έπειτα εύχονταν τα νιόγαμπρα: «να ζήσητι, να προυκόψητι

κι στα γεντσούργια σας (γεννησούρια) και τέλος εύχονταν όλους τους καλεσμένους. Μετά σηκώνονταν οι γονείς των νιόγαμπραιν κι εύχονταν τον κουμπάρο λέγοντας: «καλόρσις κουμπάρι, να ζησν τ' αναδεχτούρια κι να κουπιάσεις κι μι λάδ».

Το υπηρετικό προσωπικό σ' όλη τη διάρκεια της Δευτέρας βρίσκονταν σε κίνηση στο σπίτι του γαμπρού. Έπλεναν τα καζάνια, τα ταψιά, τα πιατικά, τα ποτήρια, τις τάβλες και γενικά το σπίτι και χώριζαν τα πιάτα, τα κουταλοπήρουνα κ.λπ. για να τα επιστρέψουν στα σπίτια απ' τα οποία τα είχαν δανειστεί για το γάμο (εκείνα τα χρόνια δεν νοίκιαζαν τραπέζια και πιατικά όπως σήμερα, καθώς και καρέκλες γιατί και η μεταφορά του ήταν δύσκολη απ' τα Γιάννινα, αλλά και γιατί δεν νοικιάζονταν απ' τα καταστήματα).

Στο διάστημα αυτό τόσο η νύφη όσο και ο γαμπρός πήγαιναν σε ξε­χωριστά συγγενικά σπίτια της γειτονιάς να κοιμηθούν και να ξεκουρα­στούν.

Όταν πια το σπίτι ήταν έτοιμο κι απαλλαγμένο απ' τα δανεικά πράγ­ματα, κατά το βράδυ γύριζε ο γαμπρός στο σπίτι, τη δε νύφη πήγαινε και την έφερνε μια γριά κι αφού έτρωγε στο στρωμένο τραπέζι, την οδη­γούσε η γριά στη νυφική παστάδα (δωμάτιο για τα νιόγαμπρα). Μόλις την έμπαζε στο στρωμένο δοψάτιο της έλεγε: «Μην κλάψεις που επούλησες σε ξένον το κορμί σου κι άλλες πολλές το πούλησαν δεν είσαι μοναχή σου».

Όταν χάραζε η μέρα οι καλεσμένοι άλλοι γρηγορότερα κι άλλοι αργό­τερα έφευγαν, αφού αποχαιρετούσαν όλους. Στη νύφη όταν την αποχαι­ρετούσαν της έβαζαν χρήματα κάτα) από το χέρι κι αυτή τους φιλούσε το χέρι, τα δε χρήματα τα συγκέντρωνε η πιο έμπιστη φυλάχτρα. (Τα χρήματα δίνονταν για να αντιμεταίπίσει το νέο ζευγάρι τα έξοδα ποϊ έγιναν για το γάμο).

Οι καλεσμένοι της νύφης που λέγονταν και φυλαχτάδες έφευγαν συ­γκεντρωμένοι αφού προηγούμενα αποχαιρετούσαν όλους τους συμπέθε-ρους και τη νύφη που την κερνούσαν κι αυτοί ότι δίνονταν ο καθένας.

Μόλις οι φυλαχτάδες απομακρύνονταν κάμποσα μέτρα από την εξώ­πορτα οι οργανοπαίχτες κι όλοι όσοι τους συνόδευαν ως εδώ. τραγου­δούσαν το ένα ειρωνικό τραγούδι. Μετά οδηγούσε και το γαμπρό λέγοντας: «Με το μέλι με τη ζάχαρ' να δεχτείς την κορασιά όλη τη νύχτα να περάσεις με τα χάδια και φιλιά».

Πρώτη απασχόληση της νύφης:

Την άλλη μέρα μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, δηλαδή την Τρίτη, η πρώτη δουλειά της νύφης ήταν να φέρει νερό απ' το πηγάδι, μαζί της έπαιρνε κι ένα παιδί που κρατούσε ένα κανάτι γεμάτο νερό και στο δρό­μο έχυνε από λίγο να φαίνεται βρεγμένος ο δρόμος για να μη ξεχάσει η νύφη το δρόμο που οδηγούσε στο σπίτι του γαμπρού και από συνήθεια τραβήξει για το σπίτι της μάνας.

Τα πιστρόφια

«Τα πιστρόφια» γίνονταν την επόμενη Κυριακή. Πήγαιναν δηλαδή τα νιόγαμπρα, ο πατέρας κι η μάνα του γαμπρού, ο κουμπάρος με την κου­μπάρα, ο βλάμης κι όλοι οι καλεσμένοι στο πατρικό της νύφης με βιολιά όπου τους έκαναν τραπέζι (δείπνο). Το γλέντι αυτό κρατούσε ως τα ξη­μερώματα της Δευτέρας.

Στη διάρκεια της «καλέστρας» αυτής, λεγόμενης και «πιστρόφια» η νύφη έβρισκε τον καιρό να ιδεί τη μάνα της και να της πει τις εντυπώσεις της από τον άνδρα της και το καινούριο σπίτι. Η τελευταία τη συγχαίρο-νταν και της έδινε ορμήνειες.

Το πρωί που οι καλεσμένοι έφευγαν για τα σπίτια τους αφού αποχαι­ρετούσαν τους συμπεθέρους, οι γονείς της νύφης έδιναν στα νιόγαμπρα ένα ζευγάρι κοτόπουλα για το πρώτο νοικοκυριό.

Μετά το έθιμο αυτό ο κύκλος του γάμου έκλεινε κι άρχιζε η ζωή των νιόγαμπρων με τον συνηθισμένο ρυθμό.


ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ Β. ΧΑΝΔΟΛΙΑ ΜΕ ΤΙΤΛΟ : '' ΕΝ ΕΚΑΛΗ ''
Η ΦΩΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ : http://www.kastellia.gr/loc_ks/default.asp

2 σχόλια: